- παρακνήμιον
- παρακνήμιονouter shin-boneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακνήμιον — τὸ, Α το εξωτερικό οστό τής κνήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνήμιον (< κνήμη), πρβλ. προ κνήμιον] … Dictionary of Greek
παρακνημίδια — τὰ, Α [παρακνήμιον] ο οπλισμός τών κνημών τών αλόγων … Dictionary of Greek
παρακνημίς — ίδος, ἡ, Μ το εξωτερικό οστό τής κνήμης, το παρακνήμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνήμη + κατάλ. ίς (πρβλ. περι κνημίς)] … Dictionary of Greek